- κιναίδισμα
- κῐναίδ-ισμα, ατος, τό,A unnatural lewdness, Eust.1784.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιναίδισμα — κιναίδισμα, τὸ (Μ) [κιναιδίζω] η παρά φύσιν ασέλγεια … Dictionary of Greek
κιναίδισμα — unnatural lewdness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικιναίδισμα — ἐπικιναίδισμα, τὸ (Α) αισχρή πράξη ή λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κιναίδισμα «παρά φύση ασέλγεια»] … Dictionary of Greek